- εντευθενι
- ἐντευθενί(ῑ) Arph. усил. к ἐντεῦθεν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐντευθενί — ἐντευθενί̱ , ἐντευθενί hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντευθενί — ἐντευθενί (Α) επίρρ. από δω ακριβώς … Dictionary of Greek
'ντευθενί — ἐντευθενί̱ , ἐντευθενί hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντευθενί — ἐντευθενί̱ , ἐντευθενί hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)